- τερψίθυμος
- -η, -ο / τερψίθυμος, -ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, -ον, Μαυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί-θυμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερψιθυμία — η, Ν η ιδιότητα τού τερψίθυμου, ευχαρίστηση τής ψυχής, ευφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερψίθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Π. Καρολίδη] … Dictionary of Greek
τερψικάρδιος — α, ο, Ν τερψίθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. τλησι κάρδιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικηφ. Γλυκά] … Dictionary of Greek
τερψόθυμος — ον, Μ βλ. τερψίθυμος … Dictionary of Greek